- συνεμβαίνω
- Α [ἐμβαίνω]1. επιβιβάζομαι σε πλοίο μαζί με κάποιον2. μτφ. α) παίρνω μέρος σε κάτι, ανακατεύομαιβ) ασχολούμαι με κάτι, καταπιάνομαι («συνεμβαίνει εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη περί τινος νικητοῡ», Λογγίν.)3. φρ. «συνεμβαίνω τινὶ εἰς τὴν θάλατταν» — αποπλέω με κάποιον (Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.